γυμνασιάρχης

γυμνασιάρχης
ο
θηλ. -ισσα ο διευθυντής του γυμνασίου: Ο γυμνασιάρχης μας είναι πολύ σοβαρός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γυμνασιάρχης — masc nom sg γυμνασιαρχέω to be gymnasiarch imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιάρχαι — γυμνασιάρχης masc nom/voc pl γυμνασιάρχᾱͅ , γυμνασιάρχης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιαρχῶν — γυμνασιάρχης masc gen pl γυμνασιαρχέω to be gymnasiarch pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • Κοντογιάννης, Παντελής — (Χίος 1866 – 1928). Πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Φοίτησε ως υπότροφος του κληροδοτήματος Κρεατσούλη στη Ριζάρειο Σχολή και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία. Επιστρέφοντας από το εξωτερικό διορίστηκε καθηγητής της ιερατικής σχολής Καισαρείας της… …   Dictionary of Greek

  • γυμνασιάρχου — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc gen sg γυμνασιάρχης masc gen sg γυμνασιάρχης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιαρχείο — το γραφείο τού γυμνασιάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνασιάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη, αντικαθιστώ τον γυμνασιάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνασιάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • τάγης — I Μυστηριώδης μορφή των Ετρούσκων (Τυρρηνών) και εγγονός του Δία. Κατά τη μυθολογία, όταν κάποτε ο Τάρχων όργωνε τη γη, άνοιξε βαθύ αυλάκι, και από εκεί ξεπήδησε ο Τ. με μορφή παιδιού αλλά φρόνηση μεγάλου. Ο T., δίδαξε σε αυτόν και στους… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξίου, Λευτέρης — (Ηράκλειο Κρήτης 1891 – 1964). Ποιητής. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διετέλεσε καθηγητής και γυμνασιάρχης στη γενέτειρά του. Μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έργα του, οι ποιητικές συλλογές Σονέττα, Ανάγλυφα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”